- ἀνένδεκτος
- ἀνένδεκτος, ον (s. ἐνδέχομαι; Artem. 2, 70; Diog. L. 7, 50; PLond IV, 1404, 8) impossible ἀ. ἐστιν it is imp. Lk 17:1 (s. B-D-F §400, 4; Mlt-H. 305; Rob. 1171).—DELG s.v. δέχομαι.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ανένδεκτος — ἀνένδεκτος, ον (AM) απίθανος, αδύνατος («ἀνένδεκτόν ἐστιν μὴ ἐλθεῑν τὰ σκάνδαλα» (Λουκ. 17.1) … Dictionary of Greek
ἀνένδεκτος — inadmissible masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνένδεκτον — ἀνένδεκτος inadmissible masc/fem acc sg ἀνένδεκτος inadmissible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνένδεκτα — ἀνένδεκτος inadmissible neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)